περιρροιζώ — έω Μ κάνω κάτι να εκπέμψει γύρω οξύ ήχο σαν σφύριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥοιζῶ «σφυρίζω»] … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
φλογιστός — ή, ό / φλογιστός, ή, όν, ΝΑ [φλογίζω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φλογιστό χημ. υποθετικό ρευστό, συστατικό κάθε καύσιμης ουσίας, το οποίο, σύμφωνα με την ξεπερασμένη φλογιστική θεωρία τού 17ου αιώνα, ενυπάρχει ως ένωση σε όλα τα σώματα που… … Dictionary of Greek
δίπολη κεραία — Είδος κεραίας που χρησιμοποιείται συνήθως σε μικρές συχνότητες για να ξεχωρίζει κύματα με διαφορετικά επίπεδα πόλωσης. Η συνηθισμένη δ.κ. αποτελείται από δύο ίσους οριζόντιους αγωγούς, που τοποθετούνται ο ένας στην προέκταση του άλλου. Έχει… … Dictionary of Greek
εξαναγκασμένη εκπομπή — Φαινόμενο, κατά το οποίο ένα φωτόνιο συναντά ένα άτομο που βρίσκεται σε διεγερμένη κατάσταση και το αναγκάζει να εκπέμψει ένα πανομοιότυπο φωτόνιο (δηλαδή, φωτόνιο που δεν έχει μόνο την ίδια ενέργεια και συχνότητα, αλλά και την ίδια διεύθυνση και … Dictionary of Greek